- τυποκλοπικός
- η , ό[ν] напечатанный без разрешения автора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυποκλοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυποκλοπία ή αυτός που γίνεται με τυποκλοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποκλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek